- φυλακίζομαι
- φυλακίζομαι, φυλακίστηκα, φυλακισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εμφρουρώ — ἐμφρουρῶ ( έω) (Α) 1. βρίσκομαι σ έναν τόπο ως φρουρά, φρουρώ 2. μέσ. ἐμφρουροῡμαι μπαίνω σε περιορισμό, φυλακίζομαι … Dictionary of Greek
εναλίσκομαι — ἐναλίσκομαι (Α) καταδικάζομαι, φυλακίζομαι εξαιτίας ποινής … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
κρατούμαι — κρατούμαι, κρατήθηκα βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: κρατούμαι : κυρίως με την έννοια → φυλακίζομαι προσωρινά (χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη). Εύχρηστη η μτχ. ενεστώτα κρατούμενος και ως ουσιαστικό … Τα ρήματα της νέας ελληνικής